ταῖσδ'

ταῖσδ'
ταῖσδε , ὅδε
this
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενζεύγνυμι — ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) [ζεύγνυμι] 1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω 2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τόν εμπλέκω μέσα σε… …   Dictionary of Greek

  • ισήρετμος — ἰσήρετμος, ον (Α) (για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» κοντά σ αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε… …   Dictionary of Greek

  • φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”